αελλάς — ἀελλάς ( άδος), η (Α) [ἄελλα] θυελλώδης, ορμητική ουσ. που χρησιμοποιείται ως επίθετο αντί τού αελλαία … Dictionary of Greek
ἀελλάς — storm swift fem nom sg ἀελλά̱ς , ἀελλής masc acc pl ἀελλά̱ς , ἀελλής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλάδες — ἀελλάς storm swift fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλάδων — ἀελλάς storm swift fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek